- ουτοπία
- Ο όρος παράγεται από τις λέξεις ου και τόπος και σημαίνει όραμα ή λόγο που αναφέρεται στο μη πραγματικό, στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Η λέξη έχει την προέλευση της από το έργο του σερ Τόμας Μουρ Ουτοπία, ο οποίος θεωρείται και δημιουργός του όρου. Είναι η ονομασία μιας χώρας που δεν υπάρχει πουθενά.
Για να ξεχωρίσουμε χαρακτηριστικά του ουτοπιστικού οραματισμού από τις άλλες μορφές οραματισμού, πρέπει να έχουμε υπόψη μας την ειδική σχέση που δημιουργείται στην ο., μεταξύ του πραγματικού και του μη πραγματικού. Όπως απέδειξε ο Αντριάνο Τίλγκερ, ακόμα και στο μυθικό και στο εσχατολογικό όραμα υπάρχει προσφυγή στο μη πραγματικό, σαν κατάσταση αντίθεσης, προς το πραγματικό, αλλά κατά σημαντικά διαφορετικό τρόπο στις δύο περιπτώσεις. Ο μύθος αντιτάσσει στο πραγματικό ένα μη πραγματικό του παρελθόντος, μια χρυσή εποχή νοσταλγικά εξιδανικευμένη και ονειρευτή. Η εσχατολογία, αντίθετα, αντιτάσσει στο πραγματικό ένα μελλοντικό μη πραγματικό, όπου δεν μπορεί να φτάσει η απλή ανθρώπινη ενέργεια, που θα πραγματοποιηθεί μόνο με τη θεία χάρη και επέμβαση. Η πρώτη κυριαρχείται από την ανάμνηση και η δεύτερη από την ελπίδα: και στις δύο, μπορούμε να πούμε, το παρόν πραγματικό χάνει την υλική του υπόσταση απέναντι σε κάτι μη πραγματικό που ασφαλώς υπάρχει, στο παρελθόν ή στο μέλλον. Διαφορετική είναι η περίπτωση της ο. Εδώ, το μη πραγματικό, στο οποίο προσφεύγει, είναι ένα μη πραγματικό, εκτός χρόνου, που αντιτίθεται στο παρόν πραγματικό, αλλά με την προοπτική και την πρόθεση να επιδράσει πάνω σε αυτό και να το μεταβάλει. Με άλλα λόγια, εδώ η απομάκρυνση από τον χρόνο γίνεται κατά τρόπο αντίθετο από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται στον μύθο και στην εσχατολογία: δεν εξαφανίζεται το παρόν για να δοθεί υπόσταση σε άλλες διαστάσεις του χρόνου, αλλά, αντίθετα, καταργείται κάθε χρονική διάσταση για να γίνει πιο αισθητή η δράση που αναπτύσσεται στο παρόν. Και τελικά υπερισχύει η τελευταία αυτή διάσταση. Η ο. είναι μια άρνηση, αλλά είναι, μπορούμε να πούμε, μια θετική άρνηση, δηλαδή μια συμπεριφορά που ζητά να αυξήσει τη δύναμή της πάνω στον κόσμο, κρατώντας απόσταση από αυτόν, και που πιστεύει ότι μπορεί να πολλαπλασιάσει και να πλουτίσει τις πειραματικές δυνατότητες της στηριζόμενη σε αφαιρέσεις, στα ταξίδια της επιστημονικής φαντασίας, στις περιπλανήσεις προς το άγνωστο.
Με την έννοια αυτή, η ο. είναι μια ηθικοπολιτική στάση και ένα λογοτεχνικό είδος εξαιρετικά συνυφασμένο με τον νεότερο «κατασκευαστή άνθρωπο», που διευθύνει τη μοίρα του με το πείραμα που κατευθύνεται από τα μαθηματικά. Η Ουτοπία του Τόμας Μουρ, η Πόλη του Ήλιου του Τομάζο Καμπανέλα, η Νέα Ατλαντίδα του Φράνσις Βάκωνα αν και δεν τους λείπουν θρησκευτικά και εσχατολογικά στοιχεία, στηρίζονται στον λαϊκό και ανεξίθρησκο κολλεκτιβισμό και στα μέσα της επιστήμης. Σχετικά με τη γνώμη ότι η ο. είναι σύμφυτη με τη σύγχρονη νοοτροπία, θα μπορούσε να αντιταχτεί ότι οι νεότερες μορφές του επιστημονικού σοσιαλισμού και κομουνισμού θεώρησαν αναγκαίο να καταπολεμήσουν αμείλικτα κάθε κατάλοιπο ουτοπισμού. Είναι, πραγματικά, γνωστές οι κριτικές από το Μαρξ έως τον Σαιν-Σιμόν, τον Όουεν και τον Φουριέ. Παρόλα αυτά, ο ρεαλισμός του Μαρξ είναι εναντίον της ο., ακριβώς γιατί η ο. μπήκε στον χώρο των γεγονότων και αποτελεί αίτημά τους. Από αυτό προέρχεται, όπως έχει ειπωθεί, η διπλή μορφή του Μαρξ, κληρονόμου του ουτοπισμού και συγχρόνως φανατικού ρεαλιστή, γεγονός που ώθησε τους μελετητές που βρίσκονται κοντά στον μαρξισμό, όπως ο Καρλ Μανχάιμ, να ξαναμελετήσουν το ουτοπικό στοιχείο στην ιστορία, στην επαναστατική στάση που στρέφεται κατά σαφή τρόπο προς τη μεταβολή του παρόντος.
Η σημερινή εποχή μπορεί ακόμα να ειπωθεί ότι διέπεται από κίνητρα ουτοπικά και αντιουτοπικά. Από ουτοπικά, εξαιτίας της αναβίωσης των νεορασιοναλιστικών ρευμάτων στη σύγχρονη φιλοσοφία· και από αντιουτοπικά, γιατί η ο. παρουσιάζεται σήμερα παράδοξα ως όραμα ενός μέλλοντος δυναστευόμενου από την αμφιβολία και τις αντιφάσεις της προόδου και της τελειότητας (Ουέλς, Όργουελ, Χάξλεϋ), σύμφωνα με μα έμπνευση που δεν ήταν ξένη στην προδρομική κριτική του Μπερνάρ ντε Μαντεβίλ.
* * *η1. ιδεώδης κοινωνία ή κοινότητα ανθρώπων, που δεν υπάρχει σε κανέναν τόπο, σε κανένα μέρος, και η συγκεκριμένη και λεπτομερειακή περιγραφή της2. φαντασιολογία, κάτι που είναι έξω από την πραγματικότητα3. σχέδιο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, χίμαιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.λατ. Utopia (< αρνητικό μόριο οὐ + τόπος). Η λ. πλάστηκε από τον Άγγλο στοχαστή και ηθικό φιλόσοφο Thomas Μore το 1516 και μπήκε στον τίτλο τού έργου τού De insula Utopia. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη].
Dictionary of Greek. 2013.